- φλεβονευρωδης
- φλεβονευρώδηςφλεβο-νευρώδης2сухожильный
(αὐλός Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(αὐλός Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φλεβονευρώδης — made up of veins and sinews masc/fem acc pl (attic epic doric) φλεβονευρώδης made up of veins and sinews masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) φλεβονευρώδης made up of veins and sinews masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλεβονευρώδης — ῶδες, Α αυτός που αποτελείται από φλέβες και νεύρα («τείνει ἐξ ἄκρου τῆς καρδίας αὐλὸς φλεβονευρώδης εἰς τὸ μέσον», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φλέψ, φλεβός + νεῦρον + κατάλ. ώδης] … Dictionary of Greek
φλεβονευρώδεις — φλεβονευρώδης made up of veins and sinews masc/fem acc pl φλεβονευρώδης made up of veins and sinews masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλέβα — η / φλέψ, εβός, ΝΜΑ, και φλέγα Ν 1. ανατ. (στην αρχ. από τον Ιπποκρ. και μετά) αιμοφόρο αγγείο το οποίο μεταφέρει φτωχό σε οξυγόνο αίμα από όλα τα μέρη τού σώματος στον δεξιό κόλπο τής καρδιάς 2. κοίτασμα ορυκτού 3. υπόγειο ρείθρο νερού («αἱ… … Dictionary of Greek